ηγεμονείο(ν)

ηγεμονείο(ν)
το
το κτήριο όπου μένει ο ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, -όνος. Η λ. στον λόγιο τ. ηγεμονείον μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”